μαγυαρικός

μαγυαρικός
-ή, -ό
και μαγυάρικος, -η, -ο [Μαγυάρος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει στους Μαγυάρους
2. ουγγρικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”